- σκορπιστός
- -ή, -ό / σκορπιστός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σκορπίζω]αυτός που έχει σκορπιστεί, που έχει διαλυθεί και έχει πεταχθεί εδώ κι εκεί χωρίς τάξη, διασκορπισμένοςνεοελλ.αυτός που γίνεται με σκόρπισμα.επίρρ...σκορπιστά Νσκόρπια, εδώ κι εκεί.
Dictionary of Greek. 2013.