σκορπιστός

σκορπιστός
-ή, -ό / σκορπιστός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σκορπίζω]
αυτός που έχει σκορπιστεί, που έχει διαλυθεί και έχει πεταχθεί εδώ κι εκεί χωρίς τάξη, διασκορπισμένος
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με σκόρπισμα.
επίρρ...
σκορπιστά Ν
σκόρπια, εδώ κι εκεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκορπιστός — ή, ό επίρρ. ά 1. σκόρπιος. 2. αυτός που γίνεται με σκόρπισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολοσκόρπιστος — η, ο ο εντελώς διασκορπισμένος, κατασκορπισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + σκορπιστός (< σκορπίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Δ. Σολωμό] …   Dictionary of Greek

  • σκορπιστικός — ή, όν, Α [σκορπιστός] αυτός που διασκορπίζει και, κυρίως, αυτός που εξαλείφει κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”